- νεμεσητικόν
- νεμεσητικόςdisposed to indignation at any one's undeserved goodmasc acc sgνεμεσητικόςdisposed to indignation at any one's undeserved goodneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεμεσητικός — νεμεσητικός, ή, όν (Α) [νεμεσητός] 1. αυτός που αγανακτεί με την ευτυχία που έχει κάποιος παρά την αξία του («ὁ μὲν γὰρ νεμεσητικὸς λυπείται ἐπὶ τοῑς ἀναξίως εὖ πράττουσι», Αριστοτ.) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «νεμεσητικόν μεμπτόν». επίρρ...… … Dictionary of Greek